Επτά χρόνια έχουν περάσει από την έναρξη του πολέμου στη Συρία. Ο μισός πληθυσμός της χώρας έχει εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα των συρράξεων και 350.000 έως 500.000 άνθρωποι στην πλειοψηφία τους άμαχοι, έχουν χάσει τη ζωή τους.

Τα επιβεβαιωμένα περιστατικά θανάτου, ακρωτηριασμού και τραυματισμού αυξήθηκαν κάθετα σε μια δραματική κλιμάκωση της βίας σε ολόκληρη τη χώρα. Όμως ακόμα και σε μέρη που απελευθερώθηκαν από το ισλαμικό κράτος, όπως η Ράκκα, χιλιάδες κρατούμενοι από τον ISIS εξακολουθούσαν να αγνοούνται.

Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τοΙσλαμικό Κράτος προφυλάκισε πάνω από 7.000 Σύριους από το 2013 ως το 2017. Οι κατηγορίες για τη φυλάκισή τους περιλαμβάνουν ακόμη και τη συμμετοχή σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, αποστολή μηνυμάτων κατά του Ισλαμικού Κράτους σε πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και συμμετοχή στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, τη δύναμη που μάχεται κατά του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Εκατοντάδες από αυτούς τους κρατούμενους εκτελέστηκαν δημόσια στις πλατείες της Ράκκα. Υπάρχουν όμως πολλά άτομα που κανείς δεν γνωρίζει την τύχη τους. Τώρα, μετά την απελευθέρωση της Ράκκα, τα μέλη των οικογενειών τους τους ξεκίνησαν μια επιχείρηση αναζήτησης των αγαπημένων τους.

Το Νοέμβριο του 2017, αμέσως μετά την κήρυξη της απελευθέρωσης της Ράκκα από το ισλαμικό κράτος, ο 31χρονος δημοσιογράφος Amer Matar κάθισε στον υπολογιστή του και είδε φωτογραφίες που είχαν ανεβάσει τα διεθνή μέσα. O ISIS είχε κυριαρχήσει τη Ράκκα, την ιδιαίτερη πατρίδα του Amer, για τρία χρόνια. Η «απελευθέρωση» ήταν γλυκόπικρη. Ο πόλεμος είχε αφήσει χιλιάδες άμαχους νεκρούς, ενώ το 90% του πληθυσμού είχε εκτοπιστεί και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης είχε χαθεί μέσα στα ερείπια. Στις φωτογραφίες, ο Amer προσπάθησε να αναγνωρίσει τους δρόμους που είχε μεγαλώσει. Το σπίτι, η γειτονιά και το δημοτικό του σχολείο είχαν καταστραφεί ολοσχερώς. Οι εικόνες αυτές όμως δεν έδιναν απάντηση στο μοναδικό ερώτημα που στοίχειωνε το μυαλό του: Πού ήταν ο αδελφός του Muhammad Nour;

Στις 8 Αυγούστου του 2013, ο Muhammad πήγε να κινηματογραφήσει μια διαδήλωση έξω από το δικαστήριο. Οι πολίτες διαμαρτύρονταν για τις εσωτερικές συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ανταρτών που τα έβαζαν με την εξουσία, μεταξύ των οποίων η Ahrar al-Sham, ο ελεύθερος Συριακός Στρατός και η Nusra που συνδεόταν με την Αλ Κάιντα (τώρα είναι γνωστή ως HTS). Σύμφωνα με μαρτυρίες, ένα αυτοκίνητο εξερράγη σκοτώνοντας δεκάδες άτομα που βρίσκονταν εκεί. Όσοι βρίσκονταν αρκετά μακριά για να επιβιώσουν, συνελήφθησαν από τον ISIS, που πολεμούσε στη Ράκκα και είχε ήδη υπό τον έλεγχο του το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.

Το επόμενο πρωί ο Amer μαζί με τον αδελφό του πήγαν στον τόπο της επίθεσης για να αναζητήσουν τον Muhammad, ο οποίος ήταν τότε 20. Ανάμεσα στα καμένα σώματα έψαχναν για τυχόν ενδείξεις ότι ένα από αυτά θα μπορούσε να ανήκει στον μικρότερο αδερφό τους. Αργότερα εκείνη την ημέρα βρήκαν τη φωτογραφική του μηχανή, αλλά δεν υπήρχε κανένα σημάδι από αυτόν. Συνέχισαν την αναζήτηση τους στα νοσοκομεία της Ράκκα χωρίς να βρίσκουν κανένα ίχνος του αδερφού τους, μέχρι που αρκετές εβδομάδες μετά την βομβιστική επίθεση, έλαβαν ένα μήνυμα από έναν νεαρό άνδρα που είχε φυλακιστεί από τον ISIS. Είπε ότι είχε δει τον Muhammad Nour μέσα.

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Amer δεν είχε κανένα νέο από τον αδερφό του. Όταν τελικά o ISIS εκδιώχθηκε από τη Ράκκα ο Amer άρχισε να αναρωτιέται πού βρίσκονται οι χιλιάδες κρατούμενοι που εξακολουθούσαν να αγνοούνται. Τότε αποφάσισε να ξεκινήσει την εκστρατεία «Where Are the Kidnapped by ISIS?». Η απήχηση ήταν μεγάλη και πολλοί ήταν αυτοί που εντάχθηκαν και τον υποστήριξαν για να αναζητήσουν απαντήσεις σχετικά με φίλους ή συγγενείς που είχαν κρατηθεί από την εξτρεμιστική ομάδα, όπως αναφέρει το δημοσίευμα του The Nation.

Από τότε που εξαφανίστηκε ο Muhammad, η μητέρα του συνέχιζε να ελπίζει πως κάποια μέρα ο γιος της θα απελευθερωθεί. Όμως ακούγοντας για τις καθημερινές εκτελέσεις του ISIS και τους συνεχείς βομβαρδισμούς άρχισε να χάνει την ελπίδα της. Ωστόσο, τώρα που η πόλη απελευθερώθηκε, θα μπορούσε να υπάρξει μια πιθανότητα να είναι ακόμα ζωντανός. Ο Amer ξεκίνησε έρευνα μαζί τις οικογένειες ανθρώπων που αναζητούσαν τους αγαπημένους τους, προσεγγίζοντας τον υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ Συριακό Στρατό, με σκοπό να ρωτήσει σχετικά με τους κρατούμενους.

Από την έρευνα που διεξήχθη έμαθαν ότι οι φυλακές ήταν άδειες, αλλά ότι ο ISIS είχε αφήσει τα αρχεία των δικαστηρίων πίσω. Τα έγγραφα αναφέρουν λεπτομερώς τα ονόματα των κρατουμένων, μαζί με τις κατηγορίες και τις ποινές τους. Διευκρίνιζαν επίσης ποιος εκτελέστηκε και με ποιον τρόπο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Fatima. «Η Fatima, γεννηθείσα το 1977, εκτελέστηκε επειδή καταράστηκε τον Θεό δημόσια». Οι τοίχοι των κελιών ήταν γεμάτοι με ποιήματα αγάπης, μηνύματα από τους κρατουμένους στις οικογένειές τους και λόγια μίσους προς τους κατακτητές τους. Ήταν σαν να ήξεραν ότι η ομάδα θα ηττηθεί μια μέρα, και ότι οι οικογένειές τους θα λάβουν τα μηνύματα.

Το έγγραφο για τη Φάτιμα

Ο Amer ήξερε ότι έπρεπε να προσπαθήσει να βρει αυτούς τους ανθρώπους. «Αν οι οικογένειες δεν κάνουν κάτι, κανείς δεν θα το κάνει. Είναι σαν να φτιάχνεις ένα παζλ και κολλάς συνέχεια νέα κομμάτια. Δεν γνωρίζω που βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι και που τους έχουν πάει. Αυτό προσπαθούμε να απαντήσουμε εδώ και μήνες. Υπάρχουν δύο πιθανότητες. Είτε βρίσκονται σε κάποιον ομαδικό τάφο, είτε τους έχουν πάρει σαν ανθρώπινες ασπίδες όταν ο ISIS έφυγε από τη Ράκα».

Σήμερα ο Amer συνεργάζεται στενά με μια ομάδα ακτιβιστών με έδρα τη ΣυρίαΜοιράζονται ένα Google Drive όπου ανεβάζουν φωτογραφίες και βίντεο κενών φυλακών, μαζί με φωτογραφίες των αγνοουμένων που αποστέλλονται από οικογένειες. Ένας από τους βασικούς στόχους του έργου είναι η συλλογή όλων των ονομάτων εκείνων που εξαφανίστηκαν, καθώς και εκείνων που αναφέρθηκαν στα έγγραφα του δικαστηρίου.

Ο Khalifa Alkhodr, ο οποίος ζει στο Al Bab, είναι επίσης μέλος της ομάδας. «Αν δεν είχα δραπετεύσει θα ήμουν ακόμα ένας από τους ανθρώπους που ψάχνουμε», ανέφερε. Στις 6 Ιουνίου του 2014, όταν ο Alkhodr ήταν 19 ετών, ταξίδευε από το Χαλέπι στη Ράκκα, όπου εργαζόταν πάνω σε ένα άρθρο για μια τοπική εφημερίδα, που δεν φοβόταν να εκθέσει τη σκληρή πραγματικότητα με την οποία ενεργούσε ο ISIS. Στα μισά της διαδρομής, το βαν με το οποίο ταξίδευε, σταμάτησε σε ένα σημείο ελέγχου. Ένας άνδρας με κουκούλα και μαροκινή προφορά διέταξε τον Alkhodr να ανοίξει την τσάντα που κρατούσε ανάμεσα στα πόδια του. Αφού βρήκε μια κάμερα που είχε τοποθετηθεί κάτω από τα ρούχα του, τον έβγαλε από το φορτηγάκι και είπε στον οδηγό: «Οδήγα. Τον κρατάμε».

«Δεν θα πω ψέματα. Δεν φοβήθηκα απλώς. Ένιωθα μουδιασμένος και την ώρα που με έπιασε ήξερα ότι ήμουν “τελειωμένος”, οπότε απλώς παραδόθηκα». Ο Alkhodr πέρασε τις επόμενες μέρες στην απομόνωση, από την οποία έβγαινε μόνο για να υποστεί βασανιστήρια και να τον ανακρίνουν. «Το βασικότερο θέμα στην απομόνωση είναι να μη χάσεις το μυαλό σου. Έφτασα σε ένα σημείο μοναξιάς όπου ήθελα κάποιος άλλος να βασανίζεται, έτσι ώστε να ακούω κραυγές για να μη νιώθω μόνος. Ήθελα επίσης να δω ένα κανονικό πρόσωπο, γιατί όλοι φορούσαν κουκούλες και έβλεπα μόνο τα μάτια τους. Αυτό με έκανε να τρελαίνομαι όλο και περισσότερο».

Η κράτηση στις ισλαμικές φυλακές ήταν δύσκολη και οι περισσότεροι κρατούμενοι για να αντέξουν την ψυχολογική πίεση και τα βασανιστήρια στρέφονταν στο Θεό. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι τόσο εύκολο στις φυλακές του ISIS. Μια μέρα, μετά τα βασανιστήρια του ο Alkhodr αιμορραγούσε και ήταν δεμένος χειροπόδαρα, όταν άκουσε τον βασανιστή του να λέει «θα προσευχηθώ και θα επιστρέψω σε εσένα». «Άρχισα να αναρωτιέμαι αν ο Θεός ήταν στο πλευρό του ή στο δικό μου. Ήμουν πεπεισμένος ότι ήταν με το μέρος του κι εγώ τελικά θα πήγαινα στην κόλαση», τόνισε ο Alkhodr.

Μετά από έξι μήνες κράτησης, ο Alkhodr δραπέτευσε. Μια μέρα μετά την πρωινή προσευχή, την ώρα δηλαδή που οι κρατούμενοι συνήθως έκαναν τις πιο σκληρές δουλειές, κατόρθωσε να περάσει από ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του κτιρίου, τρυπώνοντας σε στενά σοκάκια ώστε να αποφύγει αυτούς που θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν.

«Κατάφερα να φύγω με ασφάλεια από την πόλη, αλλά δεν μπορούσα να ξεφύγω από τους φόβους μου. Ένιωσα ότι ήμουν ακόμα στη φυλακή και ότι με ψάχνουν. Έτσι το έσκασα για την Τουρκία. Αλλά ακόμα κι εκεί ο ISIS στοίχειωνε τους εφιάλτες μου. Και τότε μου είπαν ότι αν δεν αντιμετωπίσω τους φόβους μου, θα παραμείνω για πάντα στις φυλακές τους», πρόσθεσε ο Alkhodr.

Όταν ο ISIS ηττήθηκε στο Al Bab τον Φεβρουάριο του 2017, ο Alkhodr επέστρεψε. Σήμερα, είναι μέλος στα «Λευκά Κράνη», ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει την έρευνα ανθρώπων σε μαζικούς τάφους της περιοχής, με τους οποίους πέρασε μήνες στη φυλακή.

Υποστηρίζει ότι μέχρι σήμερα έχει ανακαλύψει 17 μαζικούς τάφους, με την πλειοψηφία των σωμάτων να έχουν μετατραπεί ήδη σε σκελετούς. «Δυστυχώς, δεν έχουμε εργαλεία για να αναγνωρίσουμε αυτά τα νεκρά σώματα. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε εμείς ως πολίτες». Ο Alkhodr λέει ότι θέλει να είναι σε θέση να ειδοποιήσει τις οικογένειες εκείνων που σκοτώθηκαν, ώστε να μπορούν να τους θάψουν όπως τους αξίζει. Αυτό θα ήταν το πρώτο βήμα για την επούλωση των πληγών, αλλά χωρίς τη βοήθεια διεθνών οργανισμών με τα κατάλληλα εργαλεία και τεχνογνωσία, αυτό θα παραμείνει αδύνατο.

«Πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Διεθνής Αμνηστία και η Human Rights Watch, ήρθαν σε επαφή μαζί μου και ρώτησαν για τις προσπάθειές μας και την εκστρατεία. Αλλά δεν ακολούθησαν, κάτι που είναι κατανοητό. Η Συρία, ακόμη και σε μέρη που είναι σχετικά ασφαλέστερα από άλλα, εξακολουθεί να είναι επικίνδυνη», ανέφερε ο Amer. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η διαδικασία ταυτοποίησης του DNA σε μαζικούς τάφους μπορεί να χρειαστεί χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Εκτός όμως από τους τάφους υπάρχουν νεκρά σώματα που θάβονται κάτω από τα ερείπια από την στρατιωτική εκστρατεία υπό την ηγεσία των Η.Π.Α. Δυστυχώς, οι οικογένειες αυτών των ανθρώπων δεν έχουν άλλη επιλογή από την προσμονή, ότι οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούν να παράσχουν περαιτέρω βοήθεια.

Ο ISIS μπορεί να νικήθηκε αλλά η φρίκη κι ο πόνος που σκόρπισε, θα στοιχειώνει τους Σύριους για χρόνια, πιθανώς για δεκαετίες…